πανταλόνι

πανταλόνι
[панталони] ουσ. о. панталоны, штаны,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πανταλόνι" в других словарях:

  • πανταλόνι — και παντελόνι, το ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού, και χωριστά το καθένα από τα σκέλη, και σταθεροποιείται στη μέση με ζώνη ή με τιράντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantaloni < γαλλ. pantalon < Pantalon < Pantalone, όνομα ήρωα… …   Dictionary of Greek

  • πανταλόνι — το (λ. ιταλ.), βλ. παντελόνι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισκελίδα — η / περισκελίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος τού κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι 2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» το ανδρικό πανταλόνι β) «στρατιωτική περισκελίδα» i. μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • πανταλονάκι — και παντελονάκι, το κοντό πανταλόνι …   Dictionary of Greek

  • παντελόνι — το βλ. πανταλόνι …   Dictionary of Greek

  • πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πουκαμίσα — η, Ν 1. μακρύ πουκάμισο που φοριέται κατά τον ύπνο, νυχτικό 2. ανδρικός χιτώνας που φτάνει μέχρι τα πόδια 3. φαρδύ και μακρύ γυναικείο πουκάμισο που φοριέται συνήθως έξω από τη φούστα ή το πανταλόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. α (πρβλ. βράκ …   Dictionary of Greek

  • προβάρω — Ν 1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει») 2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)] …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • περισκελίδα — η 1. πανταλόνι, βρακί, κιλότα. 2. στους αρχαίους και γυναικείο κόσμημα που φοριόταν σαν βραχιόλι στις κνήμες, το μηρό ή τον αστράγαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»